- νεολογισμός
- Καινούργια λέξη ή έκφραση που έχει εισαχθεί σε μια γλώσσα. Ενώ οι κατασκευές λέξεων από το μηδέν (π.χ. Kodak, που θέλει να αναπαραγάγει τον θόρυβο από το άνοιγμα και το κλείσιμο του φωτογραφικού φακού ή η γαλλική λέξη gaz, που είναι μια αλλοίωση της ελληνικής χάος) είναι μάλλον σπάνιες, οι ν. που δημιουργούνται δια παραγωγής (όπως π.χ. στα νέα ελληνικά η λέξη «εξατομικεύω», σχηματιζόμενη από τη λέξη «άτομο») αντιπροσωπεύουν τον πιο σημαντικό τομέα του λεξιλογίου μιας γλώσσας. Στους ν. συγκαταλέγονται και οι λέξεις που σχηματίζονται με σύνθεση (π.χ. δολιοφθορά, ανθοδοχείο). Πρόσφατοι ν. είναι τέλος οι όροι που δανειζόμαστε από άλλη γλώσσα και, ή τους προσαρμόζουμε φωνολογικά (π.χ. κοτολέτα από το γαλλικό cotolette) ή τους δεχόμαστε όπως είναι (φιλμ, μπαρ), καθώς και οι όροι που κατασκευάζουμε με απομίμηση ξένων λέξεων (όπως σιδηρόδρομος από το γερμανικό Eisenbahn).
* * *ο1. λέξη που πλάστηκε πρόσφατα2. λέξη που χρησιμοποιείται με διαφορετικό από τον συνηθισμένο τρόπο («οι ποιητές χρησιμοποιούν πολλούς νεολογισμούς»)3. ιατρ. καινούργια λέξη, ασυνήθιστη και παράδοξη, που σχηματίζεται από ψυχοπαθείς με την παραμόρφωση φωνηέντων, με υποκαταστάσεις κ.ά. τρόπους.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. neologism (< νέος + λόγος + -ισμός*). Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].
Dictionary of Greek. 2013.